- ἐκλίπω
- ἐκλείπωleave outaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оскоудѣти — ОСКОУДѢ|ТИ (85), Ю, ѤТЬ гл. 1.Прекратиться, исчезнуть, иссякнуть: Прѣже вѣка ис пьрва съзъда мѧ. и до вѣка же не оскѹдѣю (οὐ μὴ ἐκλίπω) Изб 1076, 82 об.; ни ѥдинѣмь бо кымьжьдо промышлѥниѥмь непьщеваша оскѹдѣти дарѹ ст҃го д҃ха. (ἐλλείπειν) КЕ XII … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… … Dictionary of Greek